λοιμώδης

λοιμώδης
-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) [λοιμός]
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοιμώδης — pestilential masc/fem acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, μολυσματικός: Προσβλήθηκε από λοιμώδη ασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμώδης αρθρίτιδα — Ασθένεια των αρθρώσεων, η οποία είναι αποτέλεσμα προσβολής από βακτηρίδια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γονόρροιας, του τύφου και της σαλμονέλας …   Dictionary of Greek

  • λοιμωδέστερον — λοιμώδης pestilential adverbial comp λοιμώδης pestilential masc acc comp sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδει — λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut dat sg λοιμώδεϊ , λοιμώδης pestilential dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμώδη — λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λοιμώδης pestilential masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λοιμώδης pestilential masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμαλίτιδα — Λοιμώδης νόσος, που οφείλεται σε διηθητό ιό και παρατηρείται κυρίως σε αγελάδες και άλογα, γνωστή και ως ευλογιά της αγελάδας. Στο μέρος όπου ενοφθαλμίζεται ο ιός, εμφανίζονται φλύκταινες (φουσκάλες), ενώ τα γενικά συμπτώματα είναι συνήθως ήπια.… …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • λοιμωδέστατον — λοιμώδης pestilential masc acc superl sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῶδες — λοιμώδης pestilential masc/fem voc sg λοιμώδης pestilential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”